ἀποστιμάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστιμάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποστιμάρω Κρήτ.(Κατσιδ. κ.ἀ.) ἀποστιμέρνω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. στιμάρω, παρ’ ὃ καὶ στιμέρνω.
Σημασιολογία
Ἐκτιμῶ ἔνθ᾽ ἀν. : Πολλὲς φορὲς πάνε, μὰ δὲ bοροῦνε ν᾿ ἀποστιμάρουνε τἠν ἐζημιˬὰ Κατσιδ. || ᾎσμ. Τά μάθιˬα σου ’παινούσανε κ᾽ ἤρθανε στιμαδῶροι καὶ δὲ d’ ἀποστιμέρνουνε ᾿ς ἀνατολὴ καὶ δύσι Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA