ἀπολιμπίζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολιμπίζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολιμπίζομαι ἀμάρτ. ᾿πολιμπίζομαι Κάλυμν. Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λιμπίζομαι.

Σημασιολογία

Θαυμάζω τι καὶ ἐπιθυμῶ νὰ τὸ ἀποκτήσω: Ἡ κόρη ξανοίχτητσε μπροστά του καλὰ νὰ τῆς πάρῃ τάχατες τὰ μέτρα, μὰ γιˬὰ νὰ ᾽ῇ τὰ κάλλη της τσαὶ ᾽πολιμπιστῇ την (ἐκ παραμυθ.) Κάλυμν. || ᾎσμ. Κιˬ ὁ Χάρως τὴν ἐρέχτηκε κ᾽ ἐπολιμπίστηκέ την Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/