ἀποστολάτορας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστολάτορας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀποστολάτορας ὁ, Ἄνδρ. Ἤπ. Κάρπ. Κρήτ. (Σητ.Σφακ κ.ἀ.) ἀποστελάτορας Νίσυρ. ἀποστελ-λάτορας Νίσυρ. Χίος (Νένητ. κ.ἀ.) ᾿ποστελ-λάτορας Κάλυμν. ’πεστολάτορας ’Αστυπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀποστολή καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-άτορας. Ἡ λ. καὶ παρὰ Μπεργαδ. Ἀπόκοπ. στ. 477 (ἔκδ. ELegrand Biblioth 2,118). Ὁ τύπ. ἀποστελλάτορας κατ᾿ ἐπίδρ. τοῦ ρ. ἀποστέλνω.
Σημασιολογία
’Αποστολάρις, ὅ ἰδ, ἔνθ’ ἀν. : Δέκα ἀποστολατόρους μοῦ ’πεψε ὡστό νὰ μὲ συβάσῃ Κρήτ. Οἱ ἀποστολατόροι πάνε κ᾿ ἔρχουdαι αὐτόθ. ᾿Επέψαν ἕνα ἀποστολάτορα νὰ τῆς τὸ πῆ Σητ. Ἔχομε τόν ἀποστολάτορα καὶ τῆς τὰ παραγγέρνομε αὐτόθ. Στέλ-λει ᾽πιταυτοῦ ἐικούς του βασιλικοὺς ’ποστελ-λάτορας (’πιταυτοῦ₌ἐπίτηδες. ᾿Εκ παραμυθ.) Κὰλυμν. Σὰν ἐπέρασαν τρεῖς μῆνες, νὰ γένας ᾽πεστολάτορας ’πὸ τῆς βασίλτσας τσαὶ προσκαλοῦσε τὴν τσυρά γειτόνιτσα (γένας₌ἕνας. ᾿Εκ παραμυθ.) ᾿Αστυπ || ᾎσμ. Χρυσός ἀποστελάτορας ποῦ πά’ ’ς τὸν κάτω κόσμον νὰ στείλω τῆς Χαρίκλειας βασιλικὸν καὶ δυˬόσμον (ἐκ μοιρολ.) Νίσυρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA