ἀποστολιˬαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστολιˬαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποστολιˬαίνω Μύκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ κυρίου ὀν ᾽Αποστόλης.
Σημασιολογία
Μένω ἐμβρόντητος, ἐνεός, ἀφαιροῦμαι (ἤτοι μένω σὰν τὸν ᾿Αποστόλην, ὄνομα μωροῦ τινος): Ἀποστόλιˬανε (ἔμεινε σὰν χαζός). Καὶ μετβ. καθιστῶ τινα ἐνεόν: Τὸν ἀποστόλιˬανε ὁ δεῖνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA