ἀποστολιˬάτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστολιˬάτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποστολιˬάτικος ἐπίθ. Ἄθ. Εὔβ. (Αὐλωνὰρ.) Θράκ. κ.ἀ. ἀποστολιˬάτικο τό, πολλαχ. ἀπουστουλιˬάτ’κου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ Ἀπόστολος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-ιˬάτικος.
Σημασιολογία
1) Ὁ εἰς συμβολισμὸν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν δώδεκα ᾽Αποστόλων ὡρισμένος Ἄθ. :Ἀποστολιˬάτικη τράπεζα (ἡ τράπεζα εἰς τὴν ὁποίαν συντρώγει ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς μετὰ δώδεκα ἐκ τῶν πρωτευόντων μοναχῶν εἰς συμβολισμὸν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τῶν Χριστουγέννων, τῶν Θεοφανείων, τοῦ Πάσχα καὶ κατὰ τὴν ἐπέτειον τῆς μονῆς). Συνών. ἀποστολικός Α1. 2) Ὁ ὡριμάζων κατὰ τὸν μῆνα Ἰούνιον περὶ τὴν ἑορτὴν τῶν ἁγίων ᾽Αποστόλων, ἐπὶ ὀπωρῶν Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Θράκ. κ. ἀ. : ᾿Αποστολιˬάτικα σῦκα Θρᾴκ. -Λεξ. Γαζ. (λ. πρόδρομος ). Ἀποστολιˬάτικα σταφύλιˬα Αὐλωνάρ. β) Οὐσ. συνήθως πληθ., ὀπῶραι ὡριμάζουσαι κατὰ τὸν ᾿Ιούνιον. (α) Σῦκα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Θράκ. Σκίαθ. Στερελλ. κ. ἀ. -Λεξ. Μ. ᾿Εγκυκλ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. Συνών ἁγιˬαποστολιˬάτικα. (β) ᾿Απίδια Θεσσ. (Ζαγορ) -Λεξ. Δημητρ. Πρω. (γ) Σταφυλαὶ Εὔβ. (Ὄρ.) Θράκ. (Αἶν.) Κέως -Λεξ. Δημητρ. Πρω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA