ἀπολογὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολογὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπολογή ἡ, Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ.) ἀπουλουγὴ Μακεδ. ἀπολοὴ Πελοπν. (Λακων.) ἀπηλογὴ Θρᾴκ. ἀπηλουγὴ Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀπηλοὴ Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.͵) Πελοπν. (Λακων.) Ρόδ. ἀπηλουὴ Θεσσ (Ἁλμυρ.) ᾿πηλογὴ Ἤπ. Λευκ. Μακεδ. (Φλόρ.) Ρόδ. ἀπελογὴ Βιθυν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀπολογία. Διὰ τὴν μεταβολὴν τῆς καταλήξεως ὡς καὶ ἐν τῷ ἀντιλογία - ἀντιλογὴ κττ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1912) 10.
Σημασιολογία
1) Ἀπολογία, δικαιολογία δι᾽ ὅσα τις εὐθύνεται Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ.): Δὲν ξέρω τί ἀπολογὴ νὰ κάνω ᾿ς τὸ δικαστήριο Καλάβρυτ. Τὰ μπέρδεψες ’ς τὴν ἀπολογή σου καὶ γιˬ᾿ αὐτὸ δικάστηκες Κορινθ. Συνών. ἀπολογιˬὰ 1. 2) Ἀπάντησις, ἀπόκρισις, οἷον εἰς ἐρώτησιν, εἰς ἐπιστολὴν ἢ ἄλλως Θρᾴκ. Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων.) Ρόδ.: Ὅντας σὲ κράξῃ, μὴ δώσῃς ἀπολογὴ Καλαβρυτ. Δὲν τά ᾽πες καλὰ ᾿ς τὴν ἀπολογή σου καὶ μὲ ζήμιˬωσες Κορινθ. Δὲ θὰ ζοῦ δώσω ἀπηλοὴ Λακων. || ᾌσμ. Τ’ ἄλοον ἐποκρίθηκεν κιˬ ἀπηλοὴ τοῦ δίνει Ρόδ. Σὲ περιβόλι σέβηκα | κιˬ ὅλα τὰ δέντρα ρώτησα, κἀνένα δὲ μὲ σύντυχε, | μόν’ μιˬὰ μηλεˬά, χρυσῆ μηλεˬά, ποῦ κάμ᾽ τὰ μῆλα τὰ χρυσᾶ | ἀπηλογὴ μὲ ἔδωσε Θρᾴκ. Συνών. ἀνταπόλογος, ἀπολογιˬὰ 2. 3) Ὁμιλία, φράσις, φωνὴ Θεσσ. ('Αλμυρ.): Ἀπηλουὲς μεγάλες. Συνών. ἀπολογιˬὰ 3. 4) Ὁμιλία, μνεία περί τινος Βιθυν. Ἤπ. Λευκ. Μακεδ. (Φλόρ. Χαλκιδ. κ.ἀ.): Πέρασα ἀποκεῖ κ’ εἴχανε τὴν ὰπελογή σου Βιθυν. || ᾌσμ. Κιˬ ἄλλ᾽ ἀπολογὴ δὲν εἶχαν γιˬὰ τοὶς ὄμορφες Ἤπ. Ν’ ἀκούσετε μιˬὰ ᾿πηλογὴ κ᾽ ἕναν καινούργιˬο λόγο Λευκ. Συνών. ἀθιβολὴ 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA