ἀποντηρε͜ιέμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποντηρε͜ιέμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποντηρε͜ιέμαι Πελοπν. (Βούρβουρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ᾽ντηρε͜ιέμαι δι’ ὃ ἰδ. ἐντηρῶ.
Σημασιολογία
Διστάζω, συστέλλομαι, ἐντρέπομαι πολύ: ᾽Ντηρε͜ιέμαι κι ἀποντηρε͜ιέμαι νὰ τὸν ἰδῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA