ἀποντροπιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποντροπιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποντροπιˬάζω ἀμάρτ. ἀπεντροπζω Πόντ. (Κερασ.) Μέσ. ἀπεντροπσκουμαι Πόντ. (Χαλδ.) ἀπεντροπγουμαι Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ντροπιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Κάμνω τινὰ νὰ μὴ αἰσχυνθῇ, διαφυλάττω τινὰ ἀπὸ τοῦ κινδύνου τῆς αἰσχύνης Πόντ. (Κερασ.): 'Οσήμερον εἴχαμ’ ἀφόραχτα ξένον ᾽ς σὸ τραπέζιν ἐμουν. ἂς ἔν᾽ καλὰ ὁ δεῖνα ποῦ ἐπεντρόπξε με (δηλονότι ἀποστείλας μοι τὰ ἀναγκαῖα ἐδέσματα). 2) Μέσ. ἀποβάλλω τὴν ἐντροπήν, τὸν δισταγμόν, ἀναλαμβάνω θάρος, ἀποτολμῶ Πόντ. (Χαλδ.): Ἡ κόρ’ ἐπεντροπεν κ’ εἶπεν ἀταν ἕναν ἄκεμον λόγον. Συνών. ἀποδιˬαντρέπω 1, ἀποντροπίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/