ἀποντροπίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποντροπίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποντροπίζω Πόντ. (Κρώμν. Τραπ.) ἀπεντροπίζω Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

ἀποντροπίζω Πόντ. (Κρώμν. Τραπ.) ἀπεντροπίζω Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)

Σημασιολογία

Ἀποντροπιˬάζω 2, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἐπεντρόπ’σα κ᾿ἐψαλάφεσα τον παράδες Κρώμν. || ᾎσμ. Ἕναν κορ'τσόπον ἀγαπῶ σουμὰ ’ς τὴν γειτονίαν κ᾽ ἐντρέπομαι νὰ λέγ’ ἀτεν, κορ’τσόπον ἀγαπῶ σε, κιˬ ἀτὲ ’πεντρόπ’σεν κ’ εἶπε με, παιδόπον, ἀγαπῶ σε Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/