ἀπόνυφος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόνυφος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπόνυφος ἡ, Πόντ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀπόνυμφος.
Σημασιολογία
Νύμφη χηρεύσασα: Νύφε κιˬ ἀπόνυφος! (ἀρά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA