ἀποστοματίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστοματίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποστοματίζω Πόντ. -Λεξ. Βάιγ Δεὲκ Περίδ. Μ Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Χρονολόγηση
Αρχαία
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀποστοματίζω.
Σημασιολογία
1) Μεταβιβάζω προφορικὴν παραγγελίαν εἴς τινα Πόντ.-Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. : Ἅμον τ᾿ εἶπαν ἀτον, ἐπῆγεν ἐπεστομάτσεν ἀτα (ὅπως τοῦ τὰ εἶπαν, ἐπῆγε καὶ τὰ μετέδωκε) Πόντ. 2) Λέγω, ἀπαγγέλλω τι ἀπὸ μνήμης Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Δεὲκ Βλαστ. Πρω. Δημητρ. β) Μανδάνω τι ἀπὸ μνήμης Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. ᾽Ελευθερουδ. Βλαστ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποστηθίζω. Πβ. ἀποστομίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA