ἀπονυφώνομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπονυφώνομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπονυφώνομαι ἀμάρτ. ’πονυφ-φών-νομαι Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. νύφη.

Σημασιολογία

’Εκδύομαι τὰ νυμφικὰ ἐνδύματα, ἐπὶ νύμφης: Παροιμ. Ἄμε, νύφ-φη, ᾿πονυφ-φώθου κιˬ ἄμ’ ἀλ-λοῦ καταμπαλώθου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/