ἀπολόγυρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολόγυρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπολόγυρος ὁ, ἀμάρτ. ἀπ᾿λόυρος Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολογυρίζω.
Σημασιολογία
Ἀπολογύρισμα, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA