ἀποστομώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστομώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποστομώνω σύνηθ. Καί Πόντ. (Ἀμισ. Ἀργυρόπ. Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.) ἀποστουμώνου βόρ ἰδιώμ. ἀποστομών-νω Κύπρ. ἀποστομούου Τσακων. ’ποστομώνω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Μεγίστ Προπ. (Ἀρτάκ.) ’ποστομών-νω Κύπρ. Ρόδ. ’ποστομώνου Εὔβ. (Κύμ.) ’πεστομών-νω Ρόδ. ’πιστουμώνουἼμβρ. Σαμοθρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀποστομῶ.
Σημασιολογία
1) Kάμνω τινὰ νὰ μὴ δύναται ν᾿ ἀπαντήσῃ, τὸν ἀναγκάζω νὰ σιγήσῃ σύνηθ. καὶ Πόντ (’Αργυρόπ. Κερασ. Τραπ.) Τσακων.: Τοῦ εἶπε μιˬὰ κουβέντα καὶ τὸν ἀποστόμωσε. Τοῦ ἔδειξα τὸ γράμμα του καὶ τὸν ἀποστόμωσα. Τοῦ εἶπα πέντε λόγιˬα καὶ τὸν ἀποστόμωσα. Δὲ μπορεῖ κἀνένας νὰ τὸν ἀποστομώσῃ. Τὸν ἀποστόμωσε μὲ τὰ λόγιˬα του. Τὸν ἀποστόμωσα καὶ δὲν μπόρεσε νὰ πῇ γρῦ. Τοῦ ’πε τοῦ ᾽πε ὥσπου ἀποστομώθηκε σύνηθ. Εἶπα τσῆ τα ᾽να χεράκι κ᾽ ἐποστόμωσά τηνε Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Σὰν ἀνοίξ’ d᾽ μπούκκα τ᾿ς, πο͜ιὰ bουλεῖ νὰ d’ ᾿πιστουμώ’ Σαμοθρ. Ἅμα ἄν-νοιξεν τὸ στόμαν του νὰ συντύῃ, τὸν ἐποστόμωσα Κύπρ. (Γερμασ.) Μὲ τὰ λόγιˬα του ἐποστόμωσέν τον αὐτόθ. Ἕναν λόγον εἶπα κ᾽ ἐπεστόμωσ’ ἀτον Τραπ. || Φρ. Κρούω κιˬ ἀποστομώνω σε ! (ἀπειλὴ) Ὄφ. Καὶ μέσ. ἀναγκάζομαι νὰ σιωπήσω Τῆν. Συνών ἀλαλώνω1, ἀναστομώνω 2, ἀποσβολώνω 5, ἀποσταυρώνω 4. β) Ὑβρίζω Πόντ. (Σάντ.) γ) Μεταφ. ὑπερβάλλω τινά, εἶμαι ὑπέρτερος ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 191, 211 : Γνωμ. Ὅλα ᾽ναι φάδιˬα τῆς κοιλιˬᾶς καὶ τὸ ψωμὶ στημόνι, μὰ τὸ καμένο τὸ κρασὶ οὕλα τ’ ἀποστομώνει(ὅτι τὸ κρασὶ εἶναι ἀνώτερον τῶν ἐδεσμάτων καὶ αὐτοῦ τοῦ ἄρτου). 2) Φράσσω τὸν δρόμον ρεύματος, ἀναχαιτίζω Θεσσ. (Ζαγορ.) -ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,184: Ποίημ. ν ἀποστομώσουν τὸ θολό, τ᾿ ἀγριωμένο κῦμα τοῦ χρόνου ποῦ μᾶς ἔπνιξε ΑΒαλαωρ ἔνθ’ ἀν. Πβ. Σουΐδ ἐν λ. ἀποστομοῦν. 3) Κάμνω τινὰ νὰ χορτάσῃ μέχρι κόρου Κεφαλλ. Κύπρ : Οἱ πίτ-τες μὲ τὸ μέλιν ἐποστόμωσάν τον Κύπρ. Αὐτὸ τὸ κρασὶ ἀποστομώνει Κεφαλλ. Καὶ ἀμτβ. ἐνεργ. καὶ μέσ. χορταίνω μέχρι κόρου ᾿Αντικύθ. Θήρ. Κύθηρ. Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.): Ἤφαα λαρδὶ κ᾽ ἠποστόμωσα Θήρ. ᾿Ακόμη δὲν ἀποστομώθηκες; αὐτόθ. ᾿Αποστομώθη μὲ τὰ φαγητὰ Κύθηρ. ᾿Εποστομώθησαν ’ποῦ τὸ φάε φάε Κύπρ. Ἔφαα ταὶ ᾿ποστομώθηκα Γερμασ. Δὲ bορεῖ ν᾿ ἀποστομωθῇ Κρήτ. Εἶμαι ᾽ποστομωμένος ταὶ ’ποῦ τὰ φαγε͜ιὰ ταὶ ᾿ποὺ τὰ λόγιˬα σου αὐτόθ. ’Απὸ τέθκο͜ια πράματα ἐγιˬὼ εἶμαι ᾿ποστομωμένος Κύπρ. || ᾎσμ. Ἄς ποῦσιν νὰ χορτάσουσιν καὶ νὰ ’ποστομωθοῦσιν Κύπρ. β) Παρέχω ἀρκετὴν πρὸς χορτασμὸν τροφὴν Ἵμβρ.: Ἔ’ πουλλὰ πιδιˬὰ κι᾽ δὲ bουρεῖ νὰ τὰ ᾽πιστουμώ᾿. 4) Δωροδοκῶ Κύπρ. 5) Πληρῶ μέχρι τοῦ στομίου Κύπρ : ᾿Εβάλαν του πουλ-λὺν κλαδὶ τοῦ καμιν-νιˬοῦ τσ᾽ ἐποστομῶσαν το. 6) Φθείρω τὸ στόμα ἤτοι τὴν κόψιν τέμνοντος ὀργάνου, ἀμβλύνω πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ὄφ.Τραπ.): Μὲ τὰ χαρτιˬὰ ποῦ κόβεις θὰ ἀποστομώσῃς τὸ ψαλίδι Λεξ. Πρω. Κόψε κόψε σκλερὰ πράματα ταὶ ξύλα ἐποστόμωσεν τὸ μααίριν τ’ ᾽ὲν κόβκει Κύπρ. ᾿Επεστόμωσες τὸ μααίρ᾿ Ὄφ. Τραπ. ᾿Επεστομῶθε τὸ κρεπὶ (εἶδος ἀξίνης) Ὄφ. ‖ ᾎσμ. Κιˬ ἄρ᾿ τὸ μααίρ’ τ᾿ ἐσύρθανε ’κεῖνο ν᾽ ἀποστομοῦται καί τό χαλκόν τ’ ἐψέθανε ’κεῖνο ν’ ἀποκολοῦται Πόντ. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι ἀμβλύς, ἀμβλύνομαι πολλαχ.: ᾿Αποστόμωσε τὸ μαχαίρι - τὸ τσεκούρι κττ. πολλαχ. ’Ποστόμωσε τὸ μαχαίρι, δὲν κόβει Εὔβ. (Κύμ.) || ᾎσμ. Καὶ σύ, σπαθί μου δαμασκί, νὰ μὴν ἀποστομώσῃς ἀγν. τόπ. Συνών. ἀπακονῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA