ἀπολουβίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολουβίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπολουβίδι τό, ἀμάρτ. ᾿πολουβίιν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ τοῦ οὐσ. λουβὶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ίδι.

Σημασιολογία

Τρῖμμα, ἀπότριμμα, ψίχαλο: Ἔμειναν κἄτι ᾿πολουβίδκιˬα, Συνών. ἀπολούβι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/