ἀπολουκ-κώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολουκ-κώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολουκ-κώνω Κύπρ. - ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 2, 98.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λουκ-κώνω.

Σημασιολογία

1) Ἐμπίπτω εἰς λοῦκ-κον, εἰς λάκκον, θάπτομαι. 2) Μεταφ. ἀποθαρύνομαι : Ποίημ. θωρεῖς πῶς ἐπολούκ-κωσα, ἔλα νὰ μὲ στομώσῃς σγιˬὰν ξυλοκόπος τὴν κουνιˬὰν μὲ τὰ γλυτεˬὰ σου τὰ φιλε͜ιὰ δύναμιν νὰ μοῦ δώσῃς νὰ βκῶ τ’ ἐγὼ ᾽ς τἠν γειτονιˬὰν (στομώσῃς = ἐνθαρύνῃς, κουνιὰν = πέλεκυν) ΔΛιπέρτ. ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/