ἀποσκαριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκαριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσκαριˬάζω Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σκαρί.
Σημασιολογία
1) Καθελκύω πλοῖον ἀπὸ τῆς ἐσχάρας εἰς τὴν θάλασσαν: ᾿Απὸ βδομάδα ἀποσκαριˬάζομε τὸ καΐκι (δηλ. περατουμένης τῆς ναυπηγήσεώς του). 2) ᾿Αφαιρῶ τὰ ὑποστηρίγματα ὀγκώδους τινὸς πράγματος: ᾿Αποσκάριˬασες τό βαρέλλι καὶ κύλισε. Μὴν ἀποσκαριˬάσῃς τὸ ντουλάπι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA