ἀπολουρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολουρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολουρίζω ἀμάρτ. ’πολουρίζω Κύπρ. (Λεμεσ. κ.ἀ.) ἀπαλιρῶ Ἴμβρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. λουρί.

Σημασιολογία

Ἐξαναγκάζω τινὰ νὰ φύγῃ, ἐκδιώκω: ᾿Επολούρισέν τον ’ποὺ τὸ χωρκὸν Κύπρ. Εἶντα τὸν θωρεῖς ἀκόμη τ’ ᾿ὲν τὸν ᾿πολουρίζεις; αὐτόθ. Ἔφερεν τὸ κοπάδιν του μέσ᾿ ᾿ς τὸ χωράφιν μου νὰ τὸ βο-ίσῃ, ἀμ-μὰ ἐπῆα τ’ ἐπολούρισά τον ταὶ ’τεῖνον ταὶ τὲς αἶγες του Λεμεσ. Μεῖνε ᾽δὰ χαμαὶ νὰ βλέπῃς τὸ σπαρμένον, ἂν ἔρτουν κτηνά, νὰ τὰ ᾿πολουρίσῃς αὐτόθ. Πῆγα ’ς τοὺ σπίτι τ᾿ κὶ μ᾽ ἀπαλέραξι Ἴμβρ. Συνών. ἀπο-διώχνω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/