ἀπολουρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολουρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολουρώνω ἀμάρτ. ἀπουλ’ρώνου Θεσσ. (Ζαγορ.) ’πολουρώνω Ρόδ. Μετοχ. ἀπολουρωμένος Σῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λουρώνω.
Σημασιολογία
1) Γίνομαι μαλακὸς δι' ἐξιδρώσεως, ἀρχίζω νὰ ἱδρώνω, ἐπὶ δέρματος Θεσσ. (Ζαγορ.) 2) Ἐπὶ ὑγροῦ, χύνομαι ἔξω τοῦ ἀγγείου, περιβρέχω αὐτὸ Ρόδ. Ἐπολούρωσε τὸ κρασὶ - τὸ νερό. 3) Μετοχ. ὁ μὴ εὔθρυπτος Σῦρ.: Τὸ ψωμὶ εἶναι σαν ἀπολουρωμένο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA