ἀποστραγγίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστραγγίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποστραγγίζω σύνηθ. ἀποστραgίζω Θήρ. Κρήτ. (Σητ.κ.ἀ.) ἀπουστραγγίζου βόρ. ἰδιώμ. ἀπουστραgίζου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀποστραντζίχου Τσακων. ᾿πουστραγγίζω Προπ. (᾽Αρτάκ.) ’ποστραντίζω Κύπρ.-ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 2,22 καὶ 3,90 ᾿πιστραgίζου Ἴμβρ. ’ποστραγγῶ Κύπρ.
Χρονολόγηση
Μεταγενέστερη
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀποστραγγίζω.
Σημασιολογία
1) Δι’ ἐκπιέσεως ἐκβάλλω τὸ ὑγρόν, στραγγίζω τι τελείως σύνηθ. καὶ Τσακων : Ἀποστραγγίζω τὴ σακκούλλα-τὰ ροῦχα - τοὶς ντομάτες κττ. σύνηθ. ’Ποστράγγα τὰ τσίπ-πουρα καλὰ νὰ βκῇ οὕλον τὸ κρασὶν Κύπρ. Καὶ ἀμτβ. ἀποβάλλω τὸ ἐνυπάρχον ἐν ἐμοὶ ὑγρὸν Κύπρ. Πελοπν. (Μάν.): ᾿Αποστραγγίξανε τὰ τουλούμιˬα Μάν. Τ᾿ ἀ-ιˬά ᾿ποστραντίζουν (ἀ-ιˬά₌ἀσκιά). Συνών. ἀποσταλάζω Α2, ξιστραγγίζω. β) ᾿Αποχετεύων τὸ ὕδωρ στεγνώνω, ἀποξηραίνω, ἐπὶ ἐδάφους Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. γ) ᾿Αμτβ. διηθοῦμαι, ἀποστραγγίζομαι ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 2,22: Ποίημ. Τὸ γαῖμαν πὀν-νὰ ονωστῇ τ’ ἡ γῆ νὰ τὸ ρουφήσῃ ’εν-νὰ διψᾷ τὴν μάνναν του τι ἀκόμ᾿ ἄν ᾿ποστραντίσῃ (ονωστῇ₌χυθῇ). 2) Κενώνω τι τελείως τοῦ ἐμπεριεχομένου ὑγροῦ σύνηθ.: ᾿Αποστραγγίζω τὸ ποτήρι. ᾿Αποστραγγίσαμε μιὰ κανάτα κρασὶ σύνηθ.: Ὅλο σοῦ τὸ 'βαλα, δὲ θωρεῖς πῶς ἐποστράgισα τὸ bουκκάλι; Κρήτ. (Σητ.) Ἐπήανε κ᾽ ἐμολλάρανε τὴ στέρνα καὶ τὴν ἐποστραgίσανε αὐτoθ. || Γνωμ. Ὅτα ζυμώνῃς χόρταινε κιˬ ὅτα χοιροσφαΐζῃς κιˬ ὅτα γεμώζῃς τὸ βουτσὶ κιˬ ὅλα τ’ ἀποστραgίζῃς Θήρ. 3) Μεταφ. ἀδυνατίζω τινὰ Θήρ. Τσακων.: Οἱ κιˬαμοὶ μ᾽ ἀποστραντζίαϊ (οἱ πυρετοὶ κτλ.) Τσακων. Καὶ ἀμτβ. ἐξασθενοῦμαι Θήρ. -ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 3,90: Ποίημ. ’Ποστραντισμένη ἔει συντροφκιˬάν, ἀναστενάματα, καμοὺς ταὶ κλάμαν (ἐνν ὑποκ. ἡ καρδία μου) ΔΛιπέρτ. ἔνθ' ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA