ἀπολούρωσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολούρωσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπολούρωσι ἡ, Μῆλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολουρώνω.

Σημασιολογία

Ἡ πρωινὴ δρόσος κατ᾿ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὴν πάχνην: Σήμερα εἶχε πολλὴ πανισιά, μὰ ’πὰ χάμω ᾿ς τ᾿ ἀμπέλια λιγάκι ἐτσαδὰ ἀπολούρωσι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/