ἀποστράγγισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστράγγισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποστράγγισμα τό, Λεξ. Γαζ. (λ. ἀπόθλιμμα) Μ.'Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀποστράγγιγμα Πελοπν. (Μάν.) -Λεξ. Δημητρ.

Χρονολόγηση

Μεταγενέστερη

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ ἀποστράγγισμα.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἐντελὴς στράγγισις Πελοπν. ( Μάν. ) -Λεξ. ΜἘγκυκλ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. : Τελείωσε τ᾿ ἀποστράγγισμα Μάν. Συνών. ἀποστραγγισιˬά, ξεστράγγισμα. 2) Τὸ μετὰ τὴν στράγγισιν ὑγροῦ ἀπομένον ὑπόλειμμα, τὸ ἐκστραγγίσεως προελθὸν Λεξ. Γαζ. Μ.᾿Εγκυκλ. 'Ελευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. Συνών. ἀποστράγγι 1, ἀποστραγγίδι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/