ἀπολουσίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολουσίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπολουσίδι τό, Κρήτ. Κύπρ. - Λεξ. Περίδ. ἀπολούσιδο Κρήτ. Σίφν. ἀπολούσουδο Θήρ. Ἰων. (Κρήν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. λουσίδι.

Σημασιολογία

1) Πληθ., τὰ ἐκ τοῦ λουτροῦ ἢ τῆς λούσεως ἀκάθαρτα ὕδατα, τὰ σαπωνοβριθῆ ἀποπλύματα Θήρ. Ἰων. (Κρήν.) Κύπρ. - Λεξ. Περίδ.: Ἔκατσες μέσ᾿ 'ς τὰ ἀπολουσίδκιˬα τοὺς ἄλλους νὰ μὲ λούσῃς (τοὺς ἄλλους = τῶν ἄλλων) Κύπρ. Χῦσε τ᾽ ἀπολούσιδά σου 'ς τὸ gάραβο Κρήτ. Συνών. ἀπόλουσμα 1. 2) Μεταφ. τὸ νεώτερον τῶν τέκνων Σίφν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποβυζαστάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/