ἀποσκαφὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκαφὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποσκαφὴ ἡ, Εὔβ. (Ὄρ. κ.ἀ.) Ζάκ Θρᾴκ. (Λούπιδ.) Ἰων. (᾿Αλάτσατ.) Κάρπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Ρόδ. ἀπουσκαφή Θράκ. (Μάδυτ.) Σκίαθ. Σκόπ κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σκαφή.
Σημασιολογία
1)Σκαφή, ἀνασκαφὴ τοῦ ἐδάφους πρὸς καλλιέργειαν Κεφαλλ.: ᾿Εγίνηκε ἕνα ξελόgωμα μὲ τρεῖς ἀποσκαφές (ξελόgωμα=ἐκχέρσωμα θαμνώδους ἐδάφους). 2) Ἡ μεταξὺ ἐσκαμμένου καὶ ἀσκάφου ἀγροῦ σχηματιζομένη αὖλαξ Εὔβ. (Ὄρ.) ’Ιων. (᾿Αλάτσατ.) Κάρπ. Κέρκ Ρόδ. Σκόπ.: Σύρριζα ᾽ς τοὺ δρόμου φέραμι ἀπουσκαφὴ Σκόπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπόβα (ΙΙ) 1. 3) Αὗλαξ ὡς σύνορον μεταξὺ ἀγρῶν ἢ ἀμπελώνων Θρᾴκ. (Λούπιδ. Μάδυτ.) Σκίαθ. 4) Ἐπὶ ἐργατῶν σκαπτόντων ἀγρὸν ἢ ἀμπελῶνα οὐχὶ κατ’ εὐθεῖαν, ἀλλ’ ἑκάστου τῶν πρὸς τὰ ἀριστερὰ τοποθετουμένου εἰς ἀπόστασίν τινα ὄπισθεν οὕτως, ὥστε ἡ σκαφὴ τοῦ ἐδάφους χωρεῖ εἰς σχῆμα κλιμακωτόν, ἄσκαφος ἀπόστασις μεταξὺ ἑκάστου τῶν πρὸς τὰ δεξιὰ ἐργατῶν Πελοπν (Βούρβουρ.) : Πᾶρε τὴν ἀποσκαφή σου (τοῦτο λέγει ὁ πρῶτος, ἀποχωρῶν πρὸς ἀνάπαυσιν, πρὸς τὸν μετ’ αὐτόν, ὅστις ἀφοῦ ἰσογραμμίσῃ τὸ σκαπτόμενον ἔδαφος ἀποχωρεῖ ἐπίσης πρὸς ἀνάπαυσιν). 5) Τὸ ἐσκαμμένον ἔδαφος, τὸ ὁποῖον ὁ ἐργάτης ἀφίνει ὄπισθέν του Ζάκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA