ἀποσκαφίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκαφίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσκαφίζω Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σκάφη.

Σημασιολογία

Καθαρίζω τὰ σιτηρὰ διὰ δίσκου συνήθως ξυλίνου ἔχοντος βραχέα χείλη ἀναρρίπτων αὐτὰ πρὸς τὰ ἄνω οὕτως, ὥστε νὰ πίπτουν πάλιν ἐντὸς αὐτοῦ. Συνών. τεπουρίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/