ἀποστρατεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστρατεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποστρατεύω λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀποστρατεύομαι.
Σημασιολογία
1) ᾿Απομακρύνω τινὰ τῆς στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας: ᾿Αποστραυτεύτηκε ἐδῶ καὶ δυˬὸ χρόνια. β) Μέσ. ἀπολύομαι ἀπὸ τῆς στρατεύσεως: ᾿Αποστρατευτήκανε δυˬὸ - τρεῖς ἡλικίες. 2) Μεταφ. περιέρχομαι εἰς ἀνικανότητα πρὸς συνουσίαν : Ἔκαμε πολλὰ ’ς τὰ νεˬᾶτα του κιˬ ἀποστρατεύτηκε γρήγορα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA