ἀπολουτρίζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολουτρίζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολουτρίζομαι Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λουτρίζομαι.

Σημασιολογία

Κάμνω λουτρόν, λούομαι: ᾎσμ. Σὲ μαρμαρένη γούρνα ἐπολουτρίζετο καὶ μὲ χρυσῆ μαντήλα ἐσφογγίζετο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/