ἀποστρηνιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστρηνιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποστρηνιˬάζω Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. στρηνιˬάζω. Τύπ. ἀποστηρνιˬάζω παρὰ Μαχαιρ. 1,574 (ἔκδ. RDawkins).

Σημασιολογία

Δὲν ἔχω ὀργασμὸν πρὸς συνουσίαν. Ἡ σημ. καὶ μεσν.’Ιδ. Μαχαιρ. ἔνθ’ ἀν. «καὶ τὸ νὰ π-πέσῃ εἰς ἔσμιξιν μετά της καὶ ν’ ἀποστηρνιάσῃ, τότε θανατών-νει το».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/