ἀπολοχαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολοχαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολοχαίνω Θήρ. Κρήτ. Πάρ. ’πολοχαίνω Ἰων. (Κρήν.) ἀπολουχαίνω Χίος ἀπολοφαίνω Ἰκαρ. ἀπολαχαίνω Κρήτ. Κίμωλ. ᾽πολαχαίνω Εὔβ. (Ὄρ.) ἀπολεχαίνω Στερελλ. (Ἄμφ.) ᾽πιρχαίνου Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. λόχη. ᾿Ιδ. ΣΔεινάκ. ἐν ᾽Αθηνᾷ. 39 (1927) 200 κἐξ. Πβ. καὶ ἀπολοχάζω. Ὁ τύπ. ἀπολοφαινω ἴσως κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ λουφάζω. Ὁ τύπ. ᾽πιρχαίνου ἐκ τοῦ ἀπελοχαίνω - ἀπιλουχαίνου-ἀπιρ ’χαίνου. Περὶ τῆς λ. πβ. ΙΒογιατζίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ. 136.
Σημασιολογία
Ἀπολοχάζω 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Νὰ τ᾽ ἀφήκωμε λιγάκι ν’ ἀπολαχάνῃ τὸ γάλα Κίμωλ. Μὴν τὸ κενώσῃς ἀκόμη, ἄσ’ το ν’ ἀπολεχάνῃ Ἄμφ. Ἄς ᾽πολαχάνῃ τὸ φαεῖ λιγάτσι τσ’ ὕστερα τρώμε Ὄρ. Σὰν ἀπολοχάνῃ τὸ βραστάρι τὸ πίνω Θήρ. Φύσα το ν᾿ ἀπολοχάνῃ αὐτόθ. Κατέβα τοὺ φαγεῖ ἀπ’ dὴ ᾿στ᾽γιˬὰ νὰ ’πιρ’χά’ Ἴμβρ. Συνών. ξελοχαίνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA