ἀπολοχώνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολοχώνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολοχώνομαι Δεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λοχώνομαι, δι’ ὃ ἰδ. λοχώνω.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ φυτῶν, μεταβάλλομαι οἰονεὶ εἰς θάμνον ὑπ᾽ ἀφροντιστίας : Ἀπολοχώθηκαν τὰ δέντρα - τὰ κλήματα. 2) Ἐπὶ τόπων, καλύπτομαι ὑπὸ θάμνων: Ἀπολοχώθηκαν τὰ χωράφιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA