ἀπόσκεπα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόσκεπα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπόσκεπα ἐπίρρ. Ἤπ. ΙΓρυπάρ Σκαραβ. 24 ἀπόσκιπα Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Καταφύγ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σκεπή. Ἡ λ. καὶ ἐν Χρον. Μορ. 4038 ὑπὸ ἄλλην σημασίαν.

Σημασιολογία

1) Ὑπὸ σκέπην, εἰς τόπον ὅπου δὲν εἰσχωρεῖ ἄνεμος ἢ ὁ ἥλιος ΙΓρυπαρ ἔνθ’ ἀν. : Ποίημ. . . . ἔχουν στήσει δυˬὸ χελιδόνια μιˬὰ φωλεˬά, ἀγάπης παρεκκλήσι, κιˬ ἀπὸ τὸν ἥλιˬο ἀπόσκεπα κιˬ ἀπὸ τ’ ἀγριοβόρι. 2) Κρυφίως, μετὰ προφυλάξεως Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) Μακεδ (Καταφύγ.): Πήγαινε κρυφὰ κιˬ ἀπόσκεπα νὰ μὴ σὲ ἰδῇ κἀνεὶς Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/