ἀποστρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποστρώνω Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)-Λεξ. Δημητρ. ἀπουστρώνου Λέσβ. ᾿ποστρών-νω Κύπρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀποστρώνω.
Σημασιολογία
1) Σηκώνω τὰ στρώματα ἔνθ’ ἀν.: Ὅ,τ’ ἀπέστρουνι, ἦρταν οἱ δράτσ᾽ (ἐκ παραμυθ.) Λέσβ. ᾿Εγὼ στρώνω κιˬ ἀτὸς ἀποστρώνει Κερασ. Ντό στρώνεις κιˬ ἀποστρώνεις; αὐτόθ. ᾿Επέστρωσα τ᾿ ὁσπίτ’ (ἐσήκωσα τοὺς τάπητας τῆς οἰκίας) Τραπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. ᾿Ιδ. Συναξάρ. γαδάρ. στ. 6 (ἔκδ. GWagner σ.112) «ἀπέστρωσαν, ἀπόλυσαν τὸν γάδαρον ἐκεῖνον». Συνών. ξεστρώνω. 2) Στρώνω τελείως, περατώνω τὴν στρῶσιν Κύπρ. Πελοπν. (Μάν.) -Λεξ. Δημητρ. : ᾽Ακόμα δὲν τὸ ἀπόστρωσα τὸ τραπέζι Μάν. || ᾎσμ. Σύρετε, βάες, στρώσετε τό μεσακὸν κλινάριν, στρώσετε ταὶ ᾿ποστρώστε το τ’ ὄμορφα τὸ στολίστε Κύπρ. 3) Περατώνω τὴν τακτοποίησιν, τὴν διευθέτησιν Πελοπν. (Μάν.): θὰ κάτσω αὔριο πρωὶ νὰ τ’ ἀποστρώσω τὸ σπίτι μου, θὰ τὸ κάνω κουκλί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA