ἀποσκέπασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκέπασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποσκέπασμα τό, Κέρκ.-Λεξ. Δημητρ. ἀποκέπασμαν Πόντ. (Κερασ.) ἀποκέπαγμαν Πόντ. (Κερασ. Σάντ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποσκεπάζω.

Σημασιολογία

1) ᾿Αφαίρεσις καλύμματος, ἀποκάλυψις. Συνών. ξεσκέπασμα. 2) ᾽Αποσκέπασι 1, ὃ ἰδ., Κέρκ. 3) Συγκάλυψις, ἀποσιώπησις ἐπιμέμπτου πράξεως Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/