ἀποστύβω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστύβω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποστύβω, ἀποστύφω Κίμωλ. Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν. ἀποστύβω Πελοπν. (Μάν.) Σιφν Σῦρ. ἀποστύβγω Κρήτ. ᾿ποστύβω Τῆν.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. στύβω.
Σημασιολογία
1) Συμπιέζω πρὸς ἔκθλιψιν ἤ στράγγισιν, στραγγίζω Κίμωλ. Σίφν. Σῦρ. Τῆν.: Ἀποστύφομε τὰ ροῦχα Κίμωλ. Σίφν. Σήμερα ἐπόστυψα τοὶς πίτθες (ἐξέθλιψα τὸ μέλι ἀπὸ τὰς κηρήθρας) Σίφν. Ἡ δεῖνα ἀποστύφ’ς τοὶς dομάτες Τῆν. ᾿Ετούτην τὴν πέτρα ὁποὺ ’ποστύβω καὶ βγάζει νερὸ (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποστραγγίζω 1. 2) ᾿Εκθλίβω ἐντελῶς, στύφω τελείως Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) Χίος -Λεξ. Αἰν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA