ἀπόσκεπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόσκεπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόσκεπος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Τάφ.2 48 ΣΣκίπη Σερεν. λουλουδ. 48.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀπόσκεπος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἄνευ σκέπης, ἀκάλυπτος ΣΣκίπης ἔνθ’ἀν.: Ποίημ. Θὰ κλαίνε ἀπόσκεποι οἱ λαλέδες, | ’ς τὸν ἄνεμο τὸν παγερὸ οἱ μενεξέδες καὶ οἱ πανσέδες. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η 6704 (ἔκδ. jSchmitt) «ἐπεὶ ἂν μισσέψουν ἀπεκεῖ κι ἀφήσουσιν τὸν τόπον | ἀπόσκεπον κι ἀφύλαχτον θέλουν ἔλθει οἱ Ρωμαῖοι». Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Μακεδ. (Καστορ.) 2) Ὁ ἀπὸ τοῦ ἀνέμου προστατευόμενος ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Ποῦ λιμάνι ἀπόσκεπο | ’ς τὴ μαύρη ἀνεμοζάλη, ποῦ καὶ ξερολίθαρο | νὰ βρῶ γιˬὰ προσκεφάλι;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/