ἀποσκέπω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκέπω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσκέπω Χίος

Χρονολόγηση

Μεταγενέστερη

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀποσκέπω.

Σημασιολογία

Προσέχω, ἐπιτηρῶ, φυλάττω : Ἀπόσκεπε τὰ ζά, γιˬατὶ θὰ φύγω ᾽γὼ. Συνών. ἀποσκεπάζω 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/