ἀποστυφακώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστυφακώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποστυφακώνω Κρήτ. (Σέλιν.) ᾽ποστυφακώνω Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. στυφακώνω.

Σημασιολογία

Πικραίνομαι, λυποῦμαι ἔνθ’ ἀν. : Σὰν εἶδε πῶς δὲ τζῆ τὸ δώκανε, ἐποστυφάκωσε Α. Κρήτ. ’Ποστυφακώνει δ’ αὐτὴ ἡ κακομοῖρα ἐκε͜ιὰ ποῦ τόνε ᾽γροικᾷ, μὰ κ᾽ εἶδα δὰ κάμῃ! αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/