ἀποκευαρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκευαρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκευαρίζω Πόντ. (᾿Αμισ. ’Αργυρόπ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀποευαρίζω Πόντ. ἀποκεμπαρίζω Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀποκευάρι.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Διευθετῶ τὰ διάφορα σκεύη τῆς οἰκίας, τοποθετῶ ἕκαστον εἰς τὴν οἰκίαν θέσιν, εὐτρεπίζω ἔνθ’ ἀν.:᾽Αποκευάρτσον τὰ στρώματα - τὰ μαξιλλάρ - τὰ ᾽εντερέδες Τραπ. ᾿Αποκευάρισο τὰ σαχάν Ὄφ. ᾽Αποκευαρία ἀοῦτο τ᾿ ἀπέσ’ (συγύρισε ἐδῶ μέσα) Κοτύωρ. Τ᾽ ὁσπίτ’ ἀποκευαρισμένον ἔν’ αὐτόθ. 2) ’Αποκομίζω τὰ ἐπιτραπέζια σκεύη μετὰ τὸ γεῦμα Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ.): ᾿Αποκευαρίζω τὸ τραπέζι Οἰν. || Φρ. Τρώγω κιˬ ἀποκευαρίουμαι (τρώγω πολὺ) Σάντ. 3) Ἐξάγω ἀπὸ τῆς οἰκίας τὰ ἔπιπλα πρός τινα σκοπόν, οἷον πρὸς μετοίκησιν Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.): ᾿Αποκευαρίζω τ᾽ ὁσπίτ’ ἢ ἁπλῶς ἀποκευαρίζω Τραπ. ’Επεκευάρισα τ᾿ ὁσπίτ’ Ὄφ. Συνών. ἀποδρανίζω 2β. 4) ’Αποκομίζω τὰ σκεύη τῆς οἰκίας κλέπτων αὐτὰ Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ.): ᾿Επεκευάρτσεν τ’ ὁσπίτ’ καὶ ἔφυγε Κοτύωρ. Ὅλα ἐπεκευάρτσεν ἀπαδαπέσ’ (ὅλα τὰ ἔκλεψεν ἀπεδῶ μέσα). ᾽Επεκευάρισαν τ᾿ ὁσπίτιν μου Κερασ. Β) Μεταφ. 1) ᾿Αποκαθιστῶ κόρην, ἐκδίδω εἰς γάμον Πόντ. (Κερασ.) : Τρία κορίτ εἶχα, ἐπεκευάριξα τα. 2) ᾽Απαλλάσσομαί τινος, οἷον διὰ τοῦ θανάτου, θάπτω τινὰ Πόντ. (Κερασ.): ᾿Επεκευάριξα τὸ κορίτζι μ᾿. 3) Δολοφονῶ, φονεύω τινὰ Πόντ. 4) Μέσ. ἀναχωρῶ, φεύγω Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. κ. ἀ.) : ᾿Επεκευαρίεν ἀπαδαπέσ’ (ἔφυγε ἀπεδῶ μέσα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA