ἀποξεθυμαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποξεθυμαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποξεθυμαίνω Κρήτ. -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ξεθυμαίνω.
Σημασιολογία
1) ᾿Επὶ ὑγρῶν ἀρωματούχων ἢ οἰνοπνευματούχων, ἀποβάλλω ἐντελῶς τὸ ἄρωμα ἢ τὸ οἰνόπνευμα ἔνθ’ ἀν.: Ἤτανε ξεθυμασμένο, τ᾿ ἄφηκενε καὶ ξέσκεπο κιˬ ἀποξεθύμανε Κρήτ. 2) ᾿Αποβάλλω ἐντελῶς τὴν ὀργήν μου ἔνθ’ ἀν.: Εἶπεν εἶπεν ὥστ᾿ ἁποὺ ἀποξεθύμανε Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA