ἀποκευὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκευὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποκευὴ ἡ, Πόντ. (Ἴμερ Κερασ. κ. ἀ.)
Χρονολόγηση
Μεταγενέστερη
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀποσκευή.
Σημασιολογία
1) Τὸ σύνολον τῶν οἰκιακῶν σκευῶν ἔνθ’ ἀν.: Ἔγκεν ὅλεν τὴν ἀποκευήν ἀτ᾽ (ἔφερεν ὅλην τὴν ἀποσκευὴν του) Ἴμερ Ἡ σημ. καὶ μεταγν. 2) ’Αποκευάρι, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA