ἀποξεκουκκίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποξεκουκκίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποξεκουκκίζω Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ξεκουκκίζω.

Σημασιολογία

Καθαρίζω ἐντελῶς τὸν σῖτον κττ. ἀπὸ ξένων σπόρων: ’Αποξεκούκκισα τὸ σ᾽τάρι (δηλ. ἀπὸ τὸ κριθάρι κττ.) || ᾎσμ. Μὰ ᾿ς τὴ gερὰ γειτόνισσα τό ’δωσα ᾿γὼ καὶ ᾽κεῖνο καὶ μοῦ τ᾿ ἀποξεκούκκισε καὶ τό ’καμα οὕλο φίνο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/