ἀποσκιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποσκιˬὰ ἡ, Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Οἰν.) ἀπουσκιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾿Αράχ. Καλοσκοπ.) ἀποησκιˬὰ Βιθυν. (Κατιρ. κ.ἀ.) Προπ. (Κύζ.) -(Νουμᾶς 113,5) ἀπότζα Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σκιά. Τὸ ἀποησκιˬὰ κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἥσκιˬος.

Σημασιολογία

1) Τόπος σκιερὸς Βιθυν. (Κατιρ. κ. ἀ.) Προπ. (Κύζ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾿Αράχ.) κ.ἀ.: ’Σ τὴν ἀποησκιˬὰ τίποτε δὲ γίνεται (δὲν βλαστάνει) Κατιρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) 2) Σκιὰ Πελοπν. (Οἰν.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.) Τσακων. (Νουμᾶς 113,5): Τ᾽ ἀπουμισήμιρου ἔχουμι ἀπουσκιˬὰ ᾿ς τ᾽ν αὐλή μας Καλοσκοπ. Πάινι τ᾿ν ἀπουσκιˬὰ γιˬὰ νὰ μὴν ἱδρώ᾽ αὐτόθ. ᾿Εκιˬοῦβε ὰν ἀπότζα (ἐκοιμήθη εἰς τὴν σκιὰν) Τσακων. Κατὰ τὸ πέλαο κουνε͜ιούνταν κἄτι ἀποσκιˬές σὰ νὰ κυνηγε͜ιούνταν ξωτικὰ (Νουμᾶς ἔνθ᾽ ἀν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/