ἀποξένωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποξένωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποξένωμα τό, σύνηθ. ἀποξένωμαν Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποξενώνω.

Σημασιολογία

Τὸ νὰ θεωρῇ τις κἀνένα ξένον, ἐπὶ συγγενῶν συνήθως.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/