ἀποξενώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποξενώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποξενώνω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Ὄφ. Τραπ.) ᾿ποξενώνω ἐνιαχ. ἀπουξινώνου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. Σκόπ. κ.ἀ. ἀποξενούου Τσακων.
Ετυμολογία
ἀποξενώνω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Ὄφ. Τραπ.) ᾿ποξενώνω ἐνιαχ. ἀπουξινώνου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. Σκόπ. κ.ἀ. ἀποξενούου Τσακων.
Σημασιολογία
1) Καθιστῶ τινα οἱονεὶ ξένον, θεωρῶ ξένον ἐπὶ τέκνων καὶ συγγενῶν σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Ὄφ. Τραπ.) Τσακων.: Μὲ ἀποξένωσε ὁ ἄντρας μου - ὁ θεῑος μου - ὁ ἀδερφός μου κττ. ᾿Αποξένωσε τὸ παιδί του. Μὲ τὰ πολιτικὰ κόμματα ἀποξενωθήκαμε σύνηθ. Ποξενώνεται τὸ φηλυκὸ (οἱονεὶ καθίσταται ξένον ἀπὸ τῆς πατρικῆς οἰκογενείας) Σίφν. Τὶπ ἐπεξένωσε με ἀδελφό μ᾿ Τραπ. ᾽Επεξενῶθεν ἀσ’ σοῦ θείου ἀτ’ αὐτόθ. Τὸ παιδὶν ἐπεξενῶθε μας (μᾶς ἀποξενώθηκε) Ἴμερ. β) ᾽Απομακρύνω Θρᾴκ.: Οὑ γιˬατρὸς βούλλουσιν τὰ δέντρα γιˬὰ ν’ ἀπουξινώσ᾿ τ'ν ἀστένεια. Μεσ. ἀπομακρύνομαί τινος, παύω νὰ συναναστρέφωμαί τινα Πόντ. (Ἴμερ.): Ἐπεξενῶθεν ἀσ’ σὴ γειτονίαν ἐμουν. 2) ᾿Αποξενῶ τινα τῆς πατρικῆς περιουσίας, ἀποκληρώνω Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κρήτ. κ.ἀ.: Ἐποξένωσε τὰ παιδιˬά dου κ᾿ ἤδωκε τὸ πρᾶμα dου ᾿ς ἕναν ἀνιψό dου Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA