ἀποσκιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσκιˬάζω Κρήτ. (Ρέθυμν. Σητ κ.ἀ.) Κύθηρ. Πελοπν. (Αἴγ. Γορτυν. Καλάβρυτ. Λακων. Μάν. Φεν.) κ.ἀ. ἀποστσάζω Πελοπν. (Τρίκκ.) ’ποσκιˬάζω Κρήτ. ( Σητ.) ’πο-άζω Κύπρ. ἀπασκιˬάζω Κρήτ. (Ρέθυμν.) Μέσ. ἀποκιˬάσκουμαι Πόντ. (Κερασ.) ἀπικιˬάσκουμαι Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) ἀπικιˬάουμαι Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σκιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Προφυλάττομαι ἀπὸ τῆς βροχῆς καταφεύγων ὑπὸ σκέπην Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Μάν.): Ποῦ ᾿πόσκιˬασες καὶ δὲν ἐγράθηκες; Σητ. Ξάνοιξε νὰ δῇς ἂν ἔχῃ τόπο νὰ ᾽ποσκιˬάσῃς, ἄνε βρέχῃ αὐτόθ. || ᾌσμ. Ἀμέτε κιˬ ἀποσκιˬάσετε κιˬ ὀbριˬὰ δά σᾶσε πιˬάσῃ, καὶ σεῖς ᾿στε ξένοι ἀποπὰ καὶ πο͜ιὸς θὰ σᾶς ἀλλάξῃ (ὀbριˬά=ὄμβρος) Κρήτ. Ὀμπρέλλα μου μεταξωτὴ ποῦ ἀποσκιˬάζαμε πολλοὶ Μάν. β) ᾿Απροσώπ. εἶναι ἐν σκέπῃ βροχῆς Κρήτ. (Ρέθυμν.): Ἄdες νὰ πάμ’ ἐκε͜ιὲ π’ ἀπασκιˬάζει νὰ μὴ ’γραθοῦμε. 2) Καλύπτω διὰ σκιᾶς σκιάζω Πελοπν. (Αἴγ. Μάν.): Τὸ σπίτι εἶναι ψηλὸ καὶ ἀποσκιˬάζει τὸν κῆπο Αἴγ. Κάνε παρα πέρα, γιˬατὶ μ’ ἀποσκιˬάζεις καὶ μένα μ’ ἀρέσει ὁ ἥλιˬος Μάν. 3) Εἶμαι ἐν σκιᾷ, σκιάζομαι Κύθηρ. Πελοπν. (Γορτυν. Λακων. Μάν Τρίκκ.): Σὲ λίγο ἀποσκιˬάζουν οἱ πεζοῦλλες Κύθηρ. ᾽Ακόμα δὲν ἀπόσκιˬασε τὸ σπίτι Τρίκκ. ᾿Αποσκιˬάσανε τά χωράφιˬα (ἐκαλύφθησαν ὑπὸ τῶν σκιῶν τῶν φυτευθέντων δένδρων) Μάν. ᾽Απόσκιˬασο ’κειδὰ (κάθισε ἐκεῖ ὑπὸ τὴν σκιὰν) Λακων. || ᾌσμ. Πῆραν τ᾿ ἀπόσκιˬα πήρανε πῆραν ὀχ τὴν αὐλή σου κιˬ ἀπόσκιˬασαν τὴν πόρτα σου, δὲ βλέπω τὸ κορμί σου Γορτυν. Μαράθηκε κιˬ ὁ πλάτανος ποῦ ᾽χε παχεˬὸν τὸν ἥσκιˬο κιˬ ὅπου ἀποσκιˬάζαν οἱ ἄρχοντες κιˬ ὅλοι οἱ καπεταναῖοι (μοιρολ.) Μάν. β) ᾿Απροσώπ. ὑπάρχει σκιὰ Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μάν. Τρίκκ. Φεν.): Πάμε ᾿κεῖ ποῦ ἀπόσκιˬασε τώρᾳ κ’ εἶναι δροό Καλάβρυτ. ᾿Εδῶ ἀποσκιˬάζει γρήγορα καὶ δὲν μᾶς δέρνει ὁ ἥλιˬος Φεν. Δὲν ἀπόστασε ἀκόμα Τρίκκ. Ὅ,τι ἀποσκιˬάζει (μόλις ἀρχίζει νὰ γίνεται σκιὰ) Καλάβρυτ.’Απόσκιˬασε ’παδὰ Μάν. 4) Ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀποκτῶ στήριγμα, προστασίαν Πελοπν. (Λακων) : ᾎσμ. Ποτέ της μὴν ἀκαρτερῇ, ποτέ της μὴν ’παντέχῃ πῶς θ’ ἀποσκιˬάσ’ ἡ πόρτα της. 5) Διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, ἀπατῶ τινα Κύπρ. : Ἐπό-ασεν τὸν δάσκαλον τ’ ἔφυεν. Ἅμα ᾿πο-άσῃ τὸν κύριν του, δέρνει τους. ’Πό-ασέ τον καὶ φεύκα. β) Μέσ. βλέπω τι ἀμυδρῶς ὡς σκιὰν Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) 6) Ἀνατινάσσομαι ἐκ φόβου, φοβοῦμαι Πόντ. (Τραπ.): Κἄτ’ ἐφάνθεν ᾿ς σ᾽ ὀμμάτ μ᾽ κ᾽ ἐπεκιˬάστα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/