ἀποσυνάγωμαν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσυνάγωμαν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποσυνάγωμαν τό, Ποντ (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. *ἀποσυναγώνω.

Σημασιολογία

Μετων. ἐπὶ ἀνθρώπου γενομένου ἀποσυναγώγου, τὸν ὁποῖον δὲν συναναστρέφονται πλέον: ᾿Αποσυνάγωμαν ἐποίκαν ἀτον (τον ἔκαμαν) Ἀποσυνάγωμαν ἐγέντονε (ἔγινε) Πβ. ἀποσυνάου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/