ἀποσυνάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσυνάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσυνάζω, ἀποσυνάω Κάρπ. ’ποσυνάσσω Κρήτ. (Σητ.) ἀποσυνάζω Λεξ. Δημητρ. ᾿ποσυνάζω Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ συνάζω. Πβ. καὶ μεταγν. ἀποσυνάγω₌θεραπεύω τινὰ ἀπό τινος νόσου. Τὸ ᾿ποσυνάσσω ἐκ τοῦ ἀορ. ἀποσύναξα κατὰ τὸ ἀντίστροφον σχῆμα ἄραξα-ἀράσσω κττ.

Σημασιολογία

1) Συνάγω, συναθροίζω Κάρπ. Κρήτ. (Σητ.) -Λεξ.Δημητρ. : ᾽Αποσύναξε τὰ γεννήματα Λεξ. Δημητρ. Βιˬάζομαι ν’ ἁλωνέψω νά ᾽ποσυνάξω τὸ gαρπὸ Σητ || ᾎσμ. Ἄς ἤμη λεῦκα τῆς Κυρᾶς ν᾽ ἀποσυνάω ἀέρι νά σκιˬοκαΐζ᾿ ἀάπη μου χειμῶνα καλοκαίρι (σκιˬοκαΐζ’=σκιοκαθίζῃ) Κάρπ. Συνών. ἀναμαδεύω, ἀναμαζεύω Α1, ἀναμαζώνω Α1, μαζεύω, συμμαζεύω. 2) Διευθετῶ, τακτοποιῶ Κρήτ. : ᾿Εποσύναξα ᾿γὼ τὸ σπίτι μου. ’Ποσυναχτῆτε νὰ πάμε ’ς τὴν ἐκκλησά. Προκομμένος εἶναι καὶ ’ποσυνάσσει ᾿ς τὸ λεφτὸ ὅλες του τσοὶ δουλε͜ιές. ’Ποσύναξε τὰ πράματα νὰ φύγωμε. Ἤλεσα τσ᾽ ἐλα͜ιὲς καὶ τσοὶ ᾽ποσύναξα. || Φρ. Ἤπιˬασε τὴ βέργα καὶ τόνε ᾽ποσύναξε (τὸν ἔδειρε). Συνών. ἀναμαζεύω Α2, ἀναμαζώνω Α2, ἀναστέλλω 3, ἀνασυγυρίζω 1, συγυρίζω. 3) Ἑτοιμάζω Κρήτ. (Σητ.): Νὰ ᾿ποσυνάξῃς καλὰ τὸ κωπέλλι καὶ νὰ τὸ πάς ᾿ς τὴν ἐggλησά νὰ τὸ μεταλάβῃς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/