ἀποσυνάου

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσυνάου

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποσυνάου ἐπίρρ. Συμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν οὐσ. ἀποσυνάγωγος.

Σημασιολογία

Μακράν, εἰς ἀπόστασιν, μετὰ τῶν ρ. ἔχω καὶ κάνω : Φρ. ᾿Αποσυνάου τὸν ἔχουν ἢ τὸν ἔκαμαν ἀποσυνάου (ἔπαυσαν νὰ τὸν συναναστρέφωνται. Πβ. ΚΔ. (Ἰωάνν. Εὐαγγ. 9,22)«συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι, ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται»). Πβ. ἀποσυνάγωμαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/