ἀποσκίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσκίζω πολλαχ. ἀποκίζω Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ’πο-ίζω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποσχίζω.
Σημασιολογία
Μεταβάλλω τι εἰς ράκη, σχίζω ἐντελῶς πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): Ὅσο ν᾿ ἀποσκίσω τὰ ξύλα θὰ βραδυˬάσῃ. Τραύιξε τραύιξε ἀπόσκισε τὸ φόρεμα πολλαχ. Βάζει ἕναν ἄλλο καὶ τ᾿ ἀποσκίζει ᾿Αστυπάλ. ᾿Ασ’ σὸ θυμόν ἀτου ν᾿ ἀποκίσκεται (θὰ σχίσῃ τὰ ἐνδύματά του) Οἰν. 2) Ἐπὶ τῆς πανσελήνου, ἀρχίζω νὰ ἐλαττοῦμαι, νὰ ἐκλείπω Κύπρ.: ᾽Επό-ισεν τὸ φεγγάριν. 3) ᾿Επὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, μεταβάλλομαι εἰς τὸ καλύτερον, εὐδιάζω Κύπρ.: ᾽Επό-ισεν ὁ ταιρός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA