ἀποξημέρωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποξημέρωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποξημέρωμα τό, Κάρπ. Κρήτ. (Μονοφάτσ. κ.ἀ.) Μῆλ. Νάξ. (’Απύρανθ.) ἀπουξημέρουμα Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ξημέρωμα.
Σημασιολογία
Συνήθως πληθ., ὁ πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου χρόνος, τὸ λυκαυγὲς ἔνθ’ ἀν: Ἦρθε τ᾽ ἀποξημερώματα Μονοφάτσ. ’Σ τ᾿ ἀποξημερώματα πέθανε ᾽Απύρανθ. || ᾌσμ. Ἄν εἶναι νύχτα, μὴν τὸ πῇς, κιˬ αὐγή, μὴν τὸ λαλήσῃς κιˬ ἂν εἶναι ἀποξημέρωμα, γλυκὰ κιλάησέ το Κάρπ. Εἰς τ’ ἀποξημερώματα ἡ κόρ’ ἐψυχομάχει, ’ς τοῦ ἥλιˬου τὸ βασίλεμα ’ς τὸν τάφο τὴν ἐάλα (ἐβάλαν) αὐτόθ. Τὸ βράδυ κλαίνε γιˬὰ βυζὶ καὶ τὴν αὐγὴ γιˬὰ ᾽άλα καὶ τ᾿ ἀποξημερώματα γιὰ τὴ gαμένη μάννα (’άλα=γάλα) ’Απύρανθ. ᾿Σ τὰ σκοτεινὰ τὴν ἔλουνε, ᾿ς τὸ φέgος τὴ χτενίζει καὶ ’ς τ’ ἀποξημερώματα τὴνε σειραδοπλέκει Κρήτ. Συνών. ἀποδιˬαφώτισμα, ξημέρωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA